σμαραγῶ — σμαράσσω aor subj pass 1st sg (attic epic doric) σμαραγέω crash pres subj act 1st sg (attic epic doric) σμαραγέω crash pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμαράσσω — Α σμαραγῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού σμαραγῶ, πιθ. κατά το πατάσσω] … Dictionary of Greek
σμαραγίζω — Α σμαραγῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού σμαραγώ, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
σφαραγούμαι — έομαι, Α 1. (για κρέας ή κάτι υγρό που ρίχνεται στη φωτιά) τσυρίζω, τσυτσυρίζω 2. είμαι υπερβολικά γεμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. δηλωτικός θορύβου που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sp(h)ereg «τινάσσω, ρίχνω, πηδώ» και συνδέεται με τα αρχ. ινδ.… … Dictionary of Greek
Σμάραγος — ὁ Α ονομασία ενός δαίμονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμαραγῶ*] … Dictionary of Greek
αλισμάραγος — ἁλισμάραγος, ον (Α) βροντερός σαν θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι (< ἅλς) + σμάραγος < σμαραγῶ ( έω) «σπάζω, κάνα) θόρυβο»] … Dictionary of Greek
ασμάραγος — ἀσμάραγος, ον (Α) ο αθόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σμαραγος < σμαραγώ «κάνω θόρυβο» (πρβλ. αλισμάραγος, βαρυσμάραγος κ.ά.] … Dictionary of Greek
ασφαραγώ — ἀσφαραγῶ ( έω) (Α) (για οπλισμένους άνδρες) προκαλώ μεταλλικό ήχο με τα όπλα μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. το ρ. ασφαραγώ < α (προθεματικό) + *σφαραγώ, με παρετυμολογική επίδραση του ρ. σμαραγώ «ηχώ, κροτώ, θορυβώ»] … Dictionary of Greek
βαρυσμάραγος — βαρυσμάραγος, ον (Α) ο βαρύκτυπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + σμάραγος < σμαραγώ ( έω) «κάνω θόρυβο, πάταγο»] … Dictionary of Greek
επισμαραγώ — ἐπισμαραγῶ, έω (Α) 1. κάνω θόρυβο, αντηχώ 2. ψάλλω δυνατά («νέον ὕμνον ἐπεσμαράγησαν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σμαραγώ «κάνω θόρυβο»] … Dictionary of Greek